Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Μάρθα

Η μέρα ξεκίνησε αλλά είχε ήδη τελειώσει.

Πάνω από μια κατσαρόλα, η Μάρθα περίμενε το νερό να βράσει για τα μακαρόνια. Κάθε δυο λεπτά κοιτούσε το φούρνο μήπως παραψηθούν το κοτόπουλο και οι πατάτες. Κάθε πέντε λεπτά προσπαθούσε να φτιάξει τη σαντιγί  για την τούρτα που δεν έλεγε να αφρατέψει με τίποτα.
Το μόνο που ήθελε η Μάρθα ήταν να πάει στο κρεβάτι της να κοιμηθεί. Να  μη σκέφτεται τίποτα. Να μην θυμάται ότι σήμερα ήταν τα γενέθλια της πεθεράς της. Να τελειώσουν όλα πριν καν αρχίσουν.
Ήξερε ότι κανένα φαγητό δεν θα άρεσε στην πεθερά της. Ήξερε ότι το είχε προαποφασίσει πριν καν δοκιμάσει.

Είχε σηκωθεί από τα χαράματα για να ξεσκονίσει, να σκουπίσει, να σφουγγαρίσει όλο το σπίτι. Ήξερε ότι η πεθερά της θα έψαχνε το σπίτι σπιθαμή προς σπιθαμή ψάχνοντας να βρει έστω μια γωνίτσα με λίγη σκόνη για να θριαμβολογήσει.

Η Μάρθα ήθελε να φορέσει το κόκκινο το μίνι το φόρεμα που της πήρε ο άντρας της μήνες πριν-δεν το είχε φορέσει-ακόμα. Για την ακρίβεια, το είχε αγοράσει για την ερωμένη του, αλλά από λάθος έδωσε στη Μάρθα την τσάντα, οπότε το φόρεμα έγινε δικό της. Αλίμονο όμως αν το έβλεπε η πεθερά της. ‘’Αυτά τα φοράνε οι πόρνες στη Συγγρού’’ θα της έλεγε. Κι ας το είχε αγοράσει ο μονάκριβος  μοναχογιός της, η πεθερά της θα πίστευε ότι εκείνη του το παρήγγειλε και αυτός το πήρε για να την ευχαριστήσει.  Και αυτός θα το επιβεβαίωνε για να μην στεναχωρήσει τη μαμά, χωρίς να τον νοιάζει που θα στεναχωριόταν η Μάρθα. Έτσι η Μάρθα δανείστηκε και πάλι ένα φόρεμα από τη μητέρα της-ένα φόρεμα  λευκό μακρύ, να καλύπτει μέχρι και τους αστραγάλους, ένα φόρεμα τόσο παλιό που ούτε η ίδια η μητέρα της δεν φορούσε πια.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.  Μια κουρασμένη, γερασμένη κυρία με ρυτίδες και δακρυσμένα μάτια προσπαθούσε να της χαμογελάσει.

Ήταν 35 χρονών, έμοιαζε 55 και ζούσε σαν να ήταν 75.

Κάθισε στην καρέκλα. Σαν καταιγίδα που ξέσπασε ξαφνικά άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα στα μάγουλά της. Δεν μπορούσε να τα σταματήσει. Δεν ήθελε να τα σταματήσει. Όλη η πίκρα που είχε φυλακίσει μέσα στην καρδιά της είχε πλέον δραπετεύσει και έτρεχε με ορμή προς την έξοδο.

Τόσα χρόνια να παίζει τον ρόλο  που της επέβαλλαν. Η χαρωπή νοικοκυρούλα που δεν επιτρέπεται να έχει ενδιαφέροντα, δουλειά, όνειρα, άποψη.  Τόσο καλά τον έπαιζε τον ρόλο της  η Μάρθα που είχε ξεχάσει ποια ήταν στα αλήθεια.  Η μήπως δεν πρόλαβε ποτέ της να μάθει?

Ήχος μηνύματος στο κινητό της. Ο άντρας της. ‘’ Έλεγξε τα δελτία τζόκερ που έπαιξα χθες.Στην δεξιά τσέπη του καφέ σακακιού μου είναι’’ .

Σαν ρομπότ σηκώθηκενα πάρει τα δελτία από την τσέπη του. Δεν είχε καμιά όρεξη να τα κοιτάξει. Ποτέ του δεν κέρδιζε τίποτα και συνέχιζε να παίζει σαν τον ηλίθιο κάθε μέρα 5, 6, 7, 8, 9,, 10, δελτία κάθε μέρα.Τέλος πάντων…

Ξαφνικά τα μάτια της Μάρθας άνοιξαν διάπλατα. Η αναπνοή της κόπηκε για λίγα δευτερόλεπτα.  Ένα από τα δελτία κέρδιζε….κέρδιζε πολλά…κέρδιζε 5 εκατομμύρια!  Άναρθρες κραυγές χωρίς νόημα και ειρμό βγήκαν από το στόμα της.

Νέος ήχος μηνύματος στο κινητό. ‘’ Ακόμα να δεις τα δελτία? Τι κάνεις τόση ώρα? Στείλε μου μήνυμα αμέσως. Και να μην ξεχάσεις να μου σιδερώσεις το μπλε πουκάμισο. Όχι το γαλάζιο, το μπλε. Αυτό που μου είχε αγοράσει η μάνα μου.  Εύχομαι να πετύχεις την τσάκιση στο γιακά για μια φορά στη ζωή σου- η μάνα μου πώς το πετυχαίνει πάντα?  Άντε σε αφήνω γιατί πνίγομαι στη δουλειά.’’

Το δεξί φρύδι της Μάρθας σηκώθηκε ψηλά. Μια υποψία χαμόγελου σχηματίστηκε στα χείλη της.
Άρπαξε το κινητό και του έγραψε μήνυμα’’ Τα είδα τα δελτία. Δυστυχώς τίποτα δεν κερδίζεις…δεν πειράζει αγάπη μου, την επόμενη φορά’’. Και μην ανησυχείς για το πουκάμισο. Θα είναι τέλειο.’’
Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα.  Το νερό έβραζε. Έριξε με δύναμη τα μακαρόνια μέσα, με αποτέλεσμα κάποια να σπάσουν. Μετά έριξε αλάτι. Πολύ αλάτι. Όσο αλάτι υπήρχε στο μπουκάλι.
Άνοιξε το φούρνο. Το κοτόπουλο είχε καεί. Το ίδιο και οι πατάτες. Χαμογέλασε. Μια χαρά.
Κοίταξε τη σαντιγί που αρνιόταν πεισματικά να αφρατέψει. Την έβαλε πάνω στην τούρτα ρευστή, έβαλε την τούρτα στο ψυγείο και ανασήκωσε τους ώμους.

Άφησε το μπλε πουκάμισο του άντρα της πάνω στην καρέκλα χωρίς να το σιδερώσει καθόλου.
Η πεθερά της κατέφθασε στις 7 και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό βλέποντας την Μάρθα να της ανοίγει την πόρτα φορώντας το κόκκινο μίνι φόρεμα.

Η Μάρθα απλά χαμογέλασε.

Στον έλεγχο καθαριότητας της πεθεράς, η Μάρθα έδειξε μεγάλη προθυμία να βοηθήσει σηκώνοντας μόνη της τραπέζια και καρέκλες για να διευκολύνει. Δέχτηκε χαμογελώντας τα πικρόχολα σχόλια και υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήσει περισσότερο.

Σέρβιρε τα υπερ-αλατισμένα και καμένα φαγητά στην πεθερά και τον άντρα της φορώντας το πιο γλυκό, το πιο αθώο της χαμόγελο.

‘’Με συγχωρείτε, δεν το είδα…θέλετε να παραγγείλω από έξω?’’

Σέρβιρε την τούρτα με τη λιωμένη σαντιγί με ένα γλυκά θλιμμένο βλέμμα…

‘’ Με συγχωρείτε αλλά χάλασε το ψυγείο…θέλετε να παραγγείλω από έξω?’’

Όταν μάνα και γιός συνήλθαν από το σοκ και άρχισαν να την βρίζουν και να την προσβάλλουν-όπως έκαναν πάντα- η Μάρθα χαμογελώντας πήγε στην κρεβατοκάμαρα, πήρε τη βαλίτσα που είχε ετοιμάσει από νωρίς,  το τυχερό δελτίο τζόκερ στην εσωτερική τσέπη του σακακιού της, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και έφυγε.

Δεν ξαναγύρισε ποτέ.

από την Μαρία Παπαδοπούλου  και το blog της Λογοτεχνικοί Ορίζοντες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πες μας τη γνώμη σου!