Ξεκινώ
με ένα απλό ερώτημα. Τι είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι τα απαραίτητα
συστατικά της ανθρώπινης ομιλίας. Συγκεκριμένα, ένα σύνολο λέξεων που δημιουργεί
έναν κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα στα έλλογα όντα. Ο ρόλος τους είναι κυρίως
χρηστικός, εάν τον αναλογιστούμε στα πλαίσια της καθημερινότητάς μας. Ποιο
είναι όμως το βαθύτερο ουσιαστικό νόημα, και η δύναμη των λέξεων; Μέσα από την
αλληγορική αφήγηση του Roberto Vecchioni – παρ’ όλο που όπως επισημαίνει ο ίδιος στον πρόλογό του, δεν
πρέπει να την εκλάβουμε ως αλληγορία αλλά ως αληθινή ιστορία - απαντά στα παραπάνω ερωτήματα, και με
ευφάνταστο τρόπο μας παρουσιάζει ένα χωριό στο οποίο οι λέξεις δεν είχαν νόημα
κανένα. Αποτελούν μόνο πράξεις αυτές καθαυτές, χωρίς ίχνος συναισθημάτων. Αλήθεια
μπορεί να αλλάξει αυτό;
Η
ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της Ιταλίας. Ένα χωριό χωρίς όνομα, του
οποίου οι κάτοικοι είχαν παραγκωνίσει κάθε λέξη που περιγράφει ο,τιδήποτε
υπαρκτό το οποίο μπορούσε να αντικατασταθεί και να κατανοηθεί με χειρονομίες
και σύμβολα, ίσα ίσα για να επιτυγχάνεται η ομαλή συμβίωσή τους.
Κάποτε ο τόπος
αυτός ονομαζόταν Σελινούντας. Πλέον δεν έχει όνομα. Ακόμη και οι σχέσεις των
ανθρώπων έχουν τόσο απλοποιηθεί ώστε να κανείς να μην καταβάλλει κόπο να
επικοινωνήσει πραγματικά με τον περίγυρό του. Η επικοινωνία περιορίζεται σε ελάχιστες
λέξεις και χειρονομίες. Μέσα από όλο αυτό το παράξενο «φαινόμενο» αυτός που
ξεχωρίζει είναι ο μικρός Νικολίνο.
Ο Νικολίνο,
παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει τη δύναμη να υποστηρίξει ότι: «Εγώ είμαι
σώος και δεν κινδυνεύω. Εγώ γνωρίζω τις λέξεις και τις αποχρώσεις τους και
βρίσκομαι σε αναμονή. Εν τω μεταξύ διηγούμαι».
Την
ιστορία την αφηγείται ο ίδιος ο Νικολίνο, αφού μόνο αυτός μπορεί να αντιληφθεί
τη χρεία των λέξεων, τα συναισθήματα και τις μνήμες που κρύβουν, με σκοπό να τα
μοιραστεί με την αγαπημένη του Πριμούλα, λέγοντάς της ότι: «[…] υπάρχουν ιδέες, λησμονημένες στο πέρασμα του χρόνου, που καταφέρνουν κι
επιζούν· πως υπάρχουν ιστορίες αλληλένδετες που φτάνουν ως εμάς, που είμαστε
μονάχα η τελευταία τους σελίδα· πως υπάρχει το «πριν» και το «κατά τη
διάρκεια», και πως εντέλει στην ανθρώπινη ψυχή θέση διεκδικούν ένας σωρός άλλα
πράγματα, πέρα απ’ τη βουβή μιζέρια που βιώνει σήμερα ο Σελινούντας».
Παλιότερα
όπου το χωριό ονομαζόταν Σελινούντας και οι λέξεις δεν είχαν χάσει ολοσχερώς το
νόημά τους, κατέφθασε μια μέρα ένας παράξενος (όπως τον αποκαλούσαν αρχικά
όλοι) άνθρωπος. Ήταν βιβλιοπώλης, όχι όμως σαν τους άλλους βιβλιοπώλες. Αυτός δεν
ήθελε να πουλά βιβλία αλλά να τα διαβάζει στους ανθρώπους. Σκοπός του ήταν να
μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του στους κατοίκους αυτού του χωριού. Τον κοιτούσαν
όλοι καχύποπτα και μάλιστα αρκετοί τον αποκαλούσαν και δαίμονα εξ αιτίας της ιδιαίτερης
εμφάνισής του. Κάθε βράδυ καλούσε τον κόσμο να παρακολουθήσουν την ανάγνωσή τους,
όμως κανείς δεν προθυμοποιούνταν να πάει. Τον κορόιδευαν. Ο μοναδικός πρόθυμος
ακροατής του ήταν ο μικρός Νικολίνο. Το έσκαγε από το σπίτι του κρυφά κάθε
βράδυ, περπατώντας στις μύτες των ποδιών, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, για να πάει
να ακούσει τον βιβλιοπώλη να διαβάζει μεγαλόφωνα, σε έναν χώρο γεμάτο με βιβλία,
αλλά άδειες καρέκλες.
Ο
Νικολίνο αγαπούσε τα βιβλία, διψούσε για μάθηση και λάτρευε να ακούει τον
βιβλιοπώλη να διαβάζει, ενόσω στεκόταν κρυμμένος στο ημίφως του βιβλιοπωλείου
πίσω από τις άδειες καρέκλες. Το απολάμβανε τόσο πολύ, που το έσκαγε από το
σπίτι του κάθε βράδυ. Είχε γοητευθεί από τη φωνή του βιβλιοπώλη, όπου σε κάθε
ανάγνωσμα ακουγόταν και διαφορετική αντικατοπτρίζοντας απόλυτα τα συναισθήματα
των λέξεων. Κατόρθωνε να αποστηθίζει όσα άκουγε. Ναι κι όμως! Ένιωθε μαγεμένος
καθώς άκουγε αποσπάσματα από τον Προυστ, τον Ρεμπό και τον Μπόρχες. Δεν ήθελε
να χαθεί αυτή η μαγεία.
Για πόσο
ακόμη όμως η «στενόμυαλη» και συντηρητική αυτή κοινωνία, που διαιωνίζει τον
πνευματικό σκοταδισμό, θα ανεχόταν τον παράξενο – και για κάποιους δαιμονισμένο
– βιβλιοπώλη; Ένα βράδυ το βιβλιοπωλείο τυλίχθηκε στις φλόγες. Ο βιβλιοπώλης
χάθηκε μέσα στον χάρτινο κόσμο του, ενώ τα βιβλία του εξυψώθηκαν στον ουρανό
και σαν αερικό εξαφανίστηκαν μπροστά στα μάτια των κατοίκων, μη μπορώντας να πιστέψουν
αυτό που έβλεπαν. Χάθηκε ο βιβλιοπώλης, χάθηκε και η μοναδική τους ευκαιρία να
αλλάξουν και να μυηθούν στη γνώση. Ο μικρός Νικολίνο κράτησε κλειδωμένα στην
καρδιά και στο μυαλό του όσα άκουσε, για να μπορέσει αυτός στο μέλλον να διηγηθεί
αυτή την ιστορία ώστε να παραμείνει αναλλοίωτη στο χρόνο. Αξίζει να το διαβάσει
κάποιος, διότι η τότε κοινωνία του Σελινούντα, αντικατοπτρίζει εικόνες της σημερινής
κοινωνίας, όπου παρόλο που ο πλούτος των λέξεων είναι τεράστιος και η
επικοινωνία αδιάκοπη, μερικοί άνθρωποι εξακολουθούν όχι μόνο να μην κατανοούν το
βαθύτερο νόημα των λέξεων, αλλά ούτε και την ανάγκη τους για συνεχή επιμόρφωση
και εξέλιξη, με στόχο να ξεχωρίσουν από τη μάζα.
Ο Βιβλιοπώλης του Σελινούντα, Roberto Vecchioni. Αγοράστε το βιβλίο ΕΔΩ.
Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πες μας τη γνώμη σου!