Ο κύριος Παύλος είναι ο αγαπημένος μου γείτονας. Κάθε
μέρα ξυπνά στις 7:30 ακριβώς. Ανοίγει τα παράθυρα, με καλημερίζει, στρώνει το
κρεβάτι του, κάνει το πρωινό του ντους ( που διαρκεί πάντα 10 λεπτά) και
ντύνεται με ένα από τα 7 πανάκριβα κοστούμια που έχει τα τελευταία 10 χρόνια.
Άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, μαύρο σακάκι και μαύρα σκαρπίνια.
Άσπρη-μαύρη και όλη του η ζωή.
Στις 8 παρά τέταρτο βγαίνει στην αυλή του και κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα του. Πίνει
τον τριπλό σκέτο ελληνικό καφέ του με δυο παξιμάδια και διαβάζει την εφημερίδα
του. Κάποιες φορές το βλέμμα του εστιάζει σε κάποιο σημείο. Δεν μπόρεσα ποτέ να
καταλάβω τι είναι αυτό. Ένα λουλούδι? Ένας περαστικός? Ένα αυτοκίνητο? Ό,τι και
να είναι, το κοιτάζει επίμονα, σαν να θέλει κάτι να του πει. Και μετά πάλι, σαν
να μη συμβαίνει τίποτα, συνεχίζει να διαβάζει την εφημερίδα του.
Στις 9 ακριβώς φορά τα γυαλιά ηλίου και την
τραγιάσκα του και αρχίζει τη βόλτα του.
Περπατά αργά και αγέρωχα, σαν να θέλει να δώσει χρόνο στους περαστικούς να τον
παρατηρήσουν. Θυμίζει αριστοκράτη άλλης εποχής, που απολαμβάνει τις διακοπές
του σε μέρος μακρινό. Γιατί σίγουρα δεν είναι ένας από εμάς. Δεν ήταν ποτέ και
ούτε ποτέ θα γίνει.