Η μέρα ξεκίνησε αλλά είχε
ήδη τελειώσει.
Πάνω από μια κατσαρόλα, η
Μάρθα περίμενε το νερό να βράσει για τα μακαρόνια. Κάθε δυο λεπτά κοιτούσε το
φούρνο μήπως παραψηθούν το κοτόπουλο και οι πατάτες. Κάθε πέντε λεπτά προσπαθούσε
να φτιάξει τη σαντιγί για την τούρτα που
δεν έλεγε να αφρατέψει με τίποτα.
Το μόνο που ήθελε η Μάρθα
ήταν να πάει στο κρεβάτι της να κοιμηθεί. Να
μη σκέφτεται τίποτα. Να μην θυμάται ότι σήμερα ήταν τα γενέθλια της
πεθεράς της. Να τελειώσουν όλα πριν καν αρχίσουν.
Ήξερε ότι κανένα φαγητό
δεν θα άρεσε στην πεθερά της. Ήξερε ότι το είχε προαποφασίσει πριν καν
δοκιμάσει.
Είχε σηκωθεί από τα
χαράματα για να ξεσκονίσει, να σκουπίσει, να σφουγγαρίσει όλο το σπίτι. Ήξερε
ότι η πεθερά της θα έψαχνε το σπίτι σπιθαμή προς σπιθαμή ψάχνοντας να βρει έστω
μια γωνίτσα με λίγη σκόνη για να θριαμβολογήσει.